- εὐτόνῳ
- εὔτονοςwell-strungmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτονώ — εὐτονῶ, ( έω AM) και ( όω Α) [εύτονος] μσν. ( έω) ενισχύω, ενδυναμώνω κάποιον αρχ. α. ( έω) 1. είμαι ή γίνομαι ρωμαλέος, ισχυρός 2. έχω τη δύναμη να κάνω κάτι, μπορώ β. ( όω) καθιστώ κάτι ισχυρό, τονώνω … Dictionary of Greek
εὐτόνωι — εὐτόνῳ , εὔτονος well strung masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευτονώ — ἐξευτονῶ, έω (Α) [ευτονώ] είμαι πολύ εύτονος, δυνατός … Dictionary of Greek
κατευτονώ — κατευτονῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευτονώ*) 1. έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι 2. είμαι αναμεμιγμένος με ορθή αναλογία … Dictionary of Greek
συνευτονώ — έω, Α γίνομαι ταυτόχρονα εύτονος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐτονῶ «γίνομαι δυνατός» (< εὔτονος)] … Dictionary of Greek